- αγκυροειδής
- -ές (Α ἀγκυροειδής)αυτός που έχει σχήμα άγκυρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + -ειδής < εἶδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκυροειδής — anchor shaped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκυροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με άγκυρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγκυροειδῆ — ἀγκυροειδής anchor shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀγκυροειδής anchor shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀγκυροειδής anchor shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυροειδεῖ — ἀγκυροειδής anchor shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀγκυροειδής anchor shaped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυροειδεῖς — ἀγκυροειδής anchor shaped masc/fem acc pl ἀγκυροειδής anchor shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυροειδοῦς — ἀγκυροειδής anchor shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… … Dictionary of Greek
αγκυρωτός — ή, ό αγκυροειδής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)